- ἀνταγωνιζόμενοι
- ἀνταγωνίζομαιstruggle againstpres part mp masc nom/voc plἀνταγωνίζομαιstruggle againstpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
подвизатисѧ — ПОДВИЗА|ТИСѦ (236), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Приходить в движение, сдвигаться с места; перемещаться; колебаться: днь(с) весь ѥр(с)лмъ подвизасѧ вшестьви˫а г(с)нѧ ради старци быстро шествоваху… ѡтроци ск(о)ро течаху. КТур XII сп. XIV2, 226 об.; все…… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πρασινοβένετοι — οἱ, Μ οι Πράσινοι και οι Βένετοι, οι δύο μεγάλοι και ανταγωνιζόμενοι δήμοι τής Κωνσταντινούπολης κατά τη βυζαντινή εποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσινοι + βένετοι] … Dictionary of Greek
Μαμελούκοι — (από το αραβικό μαμλούκ = δούλος). Ονομασία στρατιωτικής κάστας αποτελούμενης από δούλους, σωματοφυλακής των σουλτάνων της Αιγύπτου αρχικά (9ος αι.), και της δυναστείας την οποία δημιούργησαν αποκτώντας αργότερα την εξουσία (12ος 19ος αι.). Η… … Dictionary of Greek